- στουκάρω
- [стукаро] р. заделывать замазкой,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στουκάρω — στουκάρω, στούκαρα και στουκάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής